- αλφιτηρός
- ἀλφιτηρός, -ά, -όν (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + παραγ. κατάλ. -ηρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλφιτηρόν — ἀλφιτηρός of masc acc sg ἀλφιτηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek